- σφούγγισμα
- το, -ατοςσκούπισμα με πετσέτα ή άλλο μέσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφούγγισμα — το, Ν [σφουγγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφουγγίζω, καθαρισμός μιας επιφάνειας με σφουγγάρι 2. συνεκδ. καθαρισμός μιας επιφάνειας από ακαθαρσία ή υγρασία με οποιοδήποτε μέσο … Dictionary of Greek
έκμαξις — ἔκμαξις, η (Α) σφούγγισμα … Dictionary of Greek
απομόργνυμι — ἀπομόργνυμι (Α) 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφούγγισμα 2. «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» αποβάλλω την οργή, ηρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ομόργνυμι «σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
μαγμός — μαγμός, ὁ (Α) 1. απόμαξη, καθάρισμα, σφούγγισμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ καθάρσιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ (πρβλ. ἐ μάγ ην, παθ. αόρ. τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
περισπογγισμός — ὁ, Α [περισπογγίζω] το σφούγγισμα γύρω γύρω, το καθάρισμα ολόγυρα … Dictionary of Greek
σπογγιστικός — ή, όν, Α [σπογγίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καθάρισμα με σπόγγο, στο σφούγγισμα … Dictionary of Greek
σπόγγισμα — το, ΝΜ [σπογγίζω] καθετί που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το σφουγγάρι νεοελλ. το καθάρισμα με σπόγγο, το σφούγγισμα … Dictionary of Greek
ψαίστωρ — ορος, ὁ, Α αντικείμενο για σφούγγισμα, για καθάρισμα («ψαίστωρ σπόγγος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαισ τού αορ. τού ψαίω* + επίθημα τωρ* (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
σκούπισμα — το 1. καθάρισμα με τη σκούπα: Το σπίτι θέλει σκούπισμα. 2. σφούγγισμα, στέγνωμα: Αγόρασε καινούρια πετσέτα για το σκούπισμα των ποδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)